- θωρήσσω
- θωρήσσω (Α)[θώραξ]1. οπλίζω με θώρακα2. οπλίζω για μάχη, ετοιμάζω για μάχη, για πόλεμο3. μεθώ κάποιον («οἷνος... εὖτ' ἂν θωρήξας, μ' ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», Θέογν.)4. μέσ. θωρήσσομαισταματώ τη δίψα κάποιου, ευφραίνω με ποτό («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες», Νίκ.)5. μέσ. μεθώ πίνοντας ανέρωτο κρασί («πίνων δ' οὐχ οὕτως θωρήξομαι», Θέογν.).
Dictionary of Greek. 2013.